Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013


Γιώργος Καπράνος
 
 
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Κέρκυρα χωρίς αμφιβολία μπορεί να μας οδηγήσει αν το θελήσουμε, στην γνωριμία ενός μεγάλου διαχρονικού πολιτισμού που έρχεται από πολύ μακριά, κυριολεκτικά από τα βάθη των αιώνων. Η γεωγραφική θέση του νησιού και οι εναλλαγές πολιτισμών που δέχτηκε στη μακροχρόνια εξέλιξη της ιστορίας στην περιοχή της Επτανήσου, διαμόρφωσαν ένα παράδεισο πολιτισμού που αξίζει κανείς να γνωρίσει. Ιδιαίτερα σ’ αυτές τις άνυδρες και πολιτιστικά υποβαθμισμένες εποχές που ζούμε, η επικοινωνία μας μ’ αυτούς τους θησαυρούς της λογοτεχνίας, της ποίησης, της αρχιτεκτονικής και κυρίως της μουσικής παράδοσης, θα γεμίσει ευεργετικά την ψυχή μας και θα βελτιώσει την ποιότητα της ζωής μας. Σ’ αυτό το εγχείρημα θα μας βοηθήσουν οι Κερκυραίοι του σήμερα, τα μνημεία του παρελθόντος, οι παραδόσεις, η κυρίαρχη δύναμη της μουσικής, ο ρομαντισμός που πλανάται σε κάθε εκδήλωση και ο εξωστρεφής χαρακτήρας των κατοίκων της. Γιατί ο λαός της Κέρκυρας είναι ο συνεχιστής και ο καθρέφτης αυτής της μεγάλης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η Ιόνιος Ακαδημία και η Αναγνωστική Εταιρεία αποτελούσαν από το 18ο αιώνα τους πυλώνες του πνεύματος, της επιστήμης και της τέχνης. Η μόνιμη εγκατάσταση του Σολωμού στην Κέρκυρα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία της περίφημης «Επτανησιακής Σχολής», όπου στους κύκλους της λειτουργούσαν πολλοί δοκιμασμένοι ποιητές, αλλά και νεώτεροι, που μαθήτευαν δίπλα στο μεγάλο ποιητή. Ο Πολυλάς, ο Μάτεσης, Ο Μαρκοράς και άλλοι, ακολουθούσαν τη Σολωμική αντίληψη για την δημοτική γλώσσα στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Η αγάπη για την πατρίδα, τη γυναίκα και τον άνθρωπο, αποτελούσαν τις εμπνεύσεις των έργων τους. Ο 19ος αιώνας ήτανε ο χρυσούς αιώνας για την τέχνη και την διανόηση στο νησί που αποτελούσε το πνευματικό κέντρο της Επτανήσου. Την εποχή εκείνη της μεγάλης δημιουργίας, ο φίλος του Σολωμού, ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος μελοποίησε το «Τραγούδι εις στην Ελευθερίαν» του Σολωμού, που μετά από χρόνια έγινε ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος.

Ο λαός της Κέρκυρας αγάπησε τον ύμνο πολύ νωρίτερα από την επίσημη καθιέρωσή του. Αυτός ο λαός, που στην γλώσσα του, οι περισσότερες λέξεις ήτανε για εκατοντάδες χρόνια Ιταλικές, ο λαός που είχε θεοποιήσει τη μουσική και την ποίηση είχε μια μοναδικότητα, όπως άλλωστε όλοι οι επτανήσιοι. Οι Κερκυραίοι, διατήρησαν τον ελληνισμό και την θρησκευτική τους συνείδηση στο διάβα των αιώνων, αλλά πολιτιστικά έγιναν ευρωπαίοι. Βέβαια, για να υπηρετήσουμε την ιστορική ακρίβεια, στην διατήρηση των εθνικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών, συνέβαλε και η θετική στάση των κυρίαρχων, ιδιαίτερα των Ενετών. Στην για πεντακόσια περίπου χρόνια κατοχή τους, δεν προσπάθησαν ποτέ να προσηλυτίσουν τους κατοίκους των νησιών. Είχαν την ευφυΐα να προσεγγίσουν το λαό με σεβασμό στα χαρακτηριστικά του και έτσι μπόρεσαν να διατηρήσουν χωρίς σοβαρές αντιδράσεις την κυριαρχία τους για τόσα πολλά χρόνια. Βέβαια, το καθεστώς που εγκαθίδρυσαν ήτανε απολύτως αριστοκρατικό και οι ντόπιοι ευγενείς ήτανε δικά τους δημιουργήματα. Όμως, ο λαός είχε την δυνατότητα να επικοινωνεί με τον πολιτισμό και σε κάποιο σημαντικό βαθμό με την τέχνη, τη λογοτεχνία την ποίηση και τη μουσική. Αυτή η δυνατότητα έγινε αφορμή ανάπτυξης του καλλιτεχνικού κριτηρίου ακόμη και στα απλά στρώματα του λαού. Ο Κερκυραίος με τη ενασχόλησή του με τη μουσική και τις εμπειρίες που απόκτησε από τα ακούσματά της, έγινε ο καλλιτεχνικός κριτής όλων των λυρικών θιάσων της Ιταλίας, που πριν πραγματοποιήσουν τουρνέ στην Ευρώπη πήγαιναν στην Κέρκυρα για την πρόβα τζενεράλε. Αν η απήχηση του έργου ήταν ευνοϊκή τότε ο θίασος συνέχιζε την τουρνέ του. Αν όχι, επέστρεφαν στην Ιταλία για τις αναγκαίες αλλαγές και διορθώσεις. Κυκλοφορούν από τότε και από στόμα σε στόμα πολλά περιστατικά θιάσων που γνώρισαν την θριαμβευτική υποδοχή, αλλά και την αποδοκιμασία του κοινού. Γιατί, αυτός ο νησιώτης είχε μια άγια τρέλα, τέτοια που τον έκανε να ξεχωρίζει. Αυτή, η ιδιότυπη τρέλα δεν υπάρχει πια στις μέρες μας. Η ισοπέδωση και η «ομοιομορφία» πολιτισμού ή μη πολιτισμού, της σύγχρονης εποχής, έχουνε εξαφανίσει πολλά από τα στοιχεία αυτής της άγιας πνευματώδους τρέλας.

Θα αποτελούσε μέγιστη παράληψη, σε βαθμό που να μηδενίζεται η αξία της όποιας ιστορικής αναφοράς, αν δεν σταθεί κανείς σε κάποιες μικρές αναφορές που σχετίζονται με την επίδραση των τεχνών και ιδιαίτερα της δυτικής μουσικής στα Επτάνησα και κυρίως στην Κέρκυρα.

Το περίεργο είναι, πως σ’ αυτή την απόλυτα ταξική κοινωνία, κατόρθωσε να ανθίσει με τρόπο αταξικό και λαϊκό, η έντεχνη μουσική. Η επίδραση της Ναπολιτάνικης μουσικής, που ταίριαξε με την αυτοσχεδιαστική τάση των λαών της νότιας Ιταλίας, των ακτών της Αδριατικής και της Κέρκυρας, σχετικά με την δεύτερη και τρίτη φωνή σε κάθε μελωδία, λαϊκή η εκκλησιαστική, δημιούργησε την προϋπόθεση για την δημιουργία του μουσικού πολιτισμού στην Κέρκυρα. Αυτός ο θησαυρός, υπάρχει έντονος από τον 19ο αιώνα κι έδωσε ώθηση στην μουσική παιδεία της Ελλάδας.

Σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές της χώρας μας, όπου ο μουσικός πολιτισμός ήταν υποτυπώδης και διχασμένος, στην Κέρκυρα λειτουργούσαν μουσικές ακαδημίες και κτίζονταν θέατρα από τα τέλη του 17ου αιώνα. Το θέατρο Σαν Τζιάκομο, - που στεγάζει σήμερα το Δημαρχείο της πόλης, - κτίστηκε το 1720. Σ’ αυτό το θέατρο, δόθηκε το 1733 η πρώτη παράσταση όπερας. Ήταν η “Hirone Tiranno di Siracusa”, του Sabadini, [1688].

Πλήθος Ιταλικών θιάσων, ανέβαζαν στο θέατρο αυτό, το ρεπερτόριό τους σε όπερες.
Και οι όπερες σε αριθμούς έμοιαζαν σαν την άμμο της θάλασσας. Σωστή λυρική κοσμογονία. Με τον καιρό εμφανίζονται κι Ελληνικές συνθέσεις, Ελληνικά έργα και Έλληνες ερμηνευτές. Ο σπόρος της μουσικής παιδείας έπιασε και το αποτέλεσμα υπήρξε καθοριστικό για τον πολιτισμό και τη ζωή των κατοίκων. Το πόσο επέδρασε η μουσική στην διαμόρφωση του χαρακτήρα των Κερκυραίων, είναι εύκολο κανείς να φανταστεί. Σημαντικός σταθμός στη μουσική πορεία του νησιού, υπήρξε η ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας, το 1840. Αφορμή γι’ αυτή την ιστορική και καλλιτεχνική εξέλιξη, ήταν η Βασίλισσα Βικτορία της Αγγλίας και η τσιγκουνιά της.

Επί Αγγλικής κατοχής απαγόρευσε, για λόγους οικονομίας, να παίζουν μουσική στις τοπικές γιορτές οι Αγγλικές μπάντες. Για τους Κερκυραίους ήταν αδιανόητο αυτό. Κυρίως, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν στην ιδέα να γίνονται οι τέσσερις ετήσιες λιτανείες του Αγίου Σπυρίδωνα, χωρίς μουσική συνοδεία. Η ανάγκη, λοιπόν, οδήγησε στην δημιουργία της «Φιλαρμονικής Εταιρίας». Αυτοί που είχαν την πρωτοβουλία, ήταν οι νέοι της αριστοκρατίας. Ο κανονισμός μάλιστα του ιδρύματος, όριζε πως μέλη της «εκλέγονταν εκ της «ανωτέρας και ανεπτυγμένης τάξεως». Καθόριζε μάλιστα, ότι τα μέλη θα έπρεπε να «διακρίνονται για την κοινωνική τους θέση και την διανοητική τους μόρφωση».

Οι μουσικοί όμως της μπάντας ήταν παιδιά, ενός κατώτερου θεού, που θα λέγαμε σήμερα. Ήταν άτομα από την plebaglia, την κατώτατη κοινωνική τάξη. Μουσικοί αναλφάβητοι, ρακένδυτοι και εξαθλιωμένοι.

Η πρώτη εμφάνιση της μπάντας, αποτελούμενης από 34 παιδιά, έγινε «ακουστικά» … και όχι οπτικά.

Στις 11 Αυγούστου του 1841, στη λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνα, έπαιξαν κρυμμένοι πίσω από τα παράθυρα της φιλαρμονικής. Ο λόγος; Δεν είχαν στολές. Την επόμενη χρονιά, έγινε η εμφάνισή τους πλήρης. Αγοράστηκαν και οι στολές.

Το 1864, που έγινε η Ένωση με την Ελλάδα, πρωταγωνίστησε στις τελετές και η φιλαρμονική. Η παράδοση λέει, πως οι μουσικοί έπαιζαν με ενθουσιασμό, αλλά και με κάποιο φόβο, αντικρίζοντας τους μυστακοφόρους και αγριωπούς φουστανελάδες των στρατιωτικών τμημάτων, της μητέρας πατρίδας.

Ο Νικόλαος Μάντζαρος [1795-1872], ο συνθέτης του Εθνικού μας ύμνου, αυτός που έντυσε με μουσική το έργο του Διονυσίου Σολωμού, έγινε ισόβιος πρόεδρος από το 1840 της Φιλαρμονικής Εταιρείας. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της φιλαρμονικής, ήταν όμοιο με τα Κονσερβατόρια της Νάπολης, όπου για χρόνια είχε διδάξει. Εξ’ άλλου, η έντεχνη μουσική που αναπτύχθηκε στα Ιόνια νησιά, ήταν η μουσική του Ιταλικού νότου. Γενιές μουσικών πέρασαν, - για λόγους ιστορικής εξέλιξης της μουσικής - αναφέρω το μαθητή του Μάντζαρου, τον Σπυρίδωνα Ξύνδα [1812-1896], όπου έγραψε την πρώτη Ελληνική όπερα, τον «Υποψήφιο Βουλευτή».
Επίσης, τον Σπυρίδωνα Σαμάρα μαθητή του Ξύνδα. Ήταν σύγχρονος του Μασκάνι, του Λεονκαβάλο και του Πουτσίνι. Έγραψε όπερες. Αυτές που ξεχωρίζουν είναι η «Θαυμαστή Ανθώ», η Μάρτυς» και η «Ρέα». Τα έργα του σημείωσαν επιτυχίες στα θέατρα της Ευρώπης. Σημειώνω πως αυτός έγραψε και τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε ποίηση του Κωστή Παλαμά.

Αυτός, ο μουσικός πολιτισμός αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα της διαμόρφωσης του ψυχικού κόσμου των Κερκυραίων και σηματοδοτεί τις τεράστιες πολιτιστικές διαφορές που είχε αυτός ο τόπος από το σύνολο της χώρας. Ενώ οι άλλοι Έλληνες, στέναζαν κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, στην Κέρκυρα είχαν φιλαρμονικές και ανέβαζαν όπερες στο ονομαστό της θέατρο.

Ακόμη και σήμερα, όπου ο πολιτισμός είναι είδος σε ανεπάρκεια, η πόλη της Κέρκυρας έχει τρεις αξιόλογες φιλαρμονικές και κάθε μεγάλο χωριό, διαθέτει και κι’ αυτό την δική του. Αυτά τα φυτώρια μουσικών και μουσικής παιδείας, τροφοδότησαν και τροφοδοτούν με εκτελεστές και μαέστρους την υπόλοιπη Ελλάδα.

Πόσο όμως θα αντέξει αυτός ο μουσικός παράδεισος της Κέρκυρας; Αυτή είναι η αγωνία. Στην εποχή της ευτέλειας, της παγκοσμιοποιημένης ισοπέδωσης και των θορύβων, που έχουν αντικαταστήσει τις μελωδίες, τα πράγματα είναι δύσκολα. Ίσως η παράδοση και η δοκιμασία αιώνων, κατορθώσει να αντισταθεί. Παρά την εισβολή των τσιφτετελιών, που τα ΜΜΕ προσφέρουν όλο το εικοσιτετράωρο, αυτά τα οχυρά αντιστέκονται. Ο καιρός θα δείξει αν θα καταφέρουνε τελικά να διατηρηθούν.

Βέβαια, δεν πρέπει κανείς να αγνοεί και την πρακτική και υλική πλευρά. Η ζωή, τα μέσα μεταφοράς, ο ταχύτατος τρόπος μετακίνησης των πληθυσμών, ο συναλλαγματοφόρος, αλλά ισοπεδωτικός τουρισμός, έλυσαν το οικονομικό πρόβλημα του νησιού. Εξαφάνισαν την πείνα, αλλά δολοφόνησαν συγχρόνως και ένα κομμάτι της ψυχής των Κερκυραίων. Χάθηκε θαρρείς το αβαρές ρευστό της υπέρβασης του συναισθήματος, προς χάριν αυτού του μεγέθους που ονομάζεται λογική και συμφέρον. Αν θελήσει κανείς να εντοπίσει τον καθοριστικό παράγοντα, τον καταλύτη, της κατακλυσμιαίας αλλαγής της ζωής στην Κέρκυρα και στα Ιόνια νησιά γενικότερα, θα τον βρει στο πρώτο δρομολόγιο ενός οχηματαγωγού, που έγινε το 1953 και σύνδεσε την Κέρκυρα με την ηπειρωτική Ελλάδα. Συντόμευσε φανταστικά για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, την απόσταση και το χρόνο του ταξιδιού από την πρωτεύουσα. Αντάμα, με την εξέλιξη αυτή, έφθασαν και τα πρώτα οργανωμένα τουριστικά καραβάνια.

Σημειώθηκε η αρχή του τέλους ενός τρόπου ζωής. Άρχισαν να χάνονται η μαγεία, ο αυθορμητισμός, ο θρύλος και η φαντασία. Θα χαθούν τελείως;

Αυτή είναι η αγωνία αυτού που γράφει αυτές τις γραμμές και πολλών άλλων.
Θα αλλοτριωθούν όλα μπροστά στα καραβάνια των τουριστών, που γίνονται καταναλωτές της «μεγαλύτερης Ελληνικής Βιομηχανίας», του Τουρισμού;

Μάλιστα. Αυτήν τη έκφραση χρησιμοποίησαν επίσημα χείλη, υπερηφανευόμενα για την τουριστική ανάπτυξη. Τέτοια βαρβαρότητα και ασέβεια. Με τέτοια μυαλά αντιμετωπίζουμε τους επισκέπτες. Με τέτοια λογική ξοδεύουμε τον τόπο και την ιστορία μας. Όταν οι ξένοι κουραστούν ή βρουν άλλες παρόμοιες «τουριστικές βιομηχανίες», τότε τι θα απομείνει; Ίσως, τότε, απομείνουν κάποια υπολείμματα ρομαντισμού που θα συντηρούνται από τον έρωτα των λίγων νοσταλγών και των μελετητών της ιστορίας που επιμένουν να θυμούνται, να μελετούν και να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου